προκαλύπτω

προκαλύπτω
ΝΑ [καλύπτω]
κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα
νεοελλ.
1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το
2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη
αρχ.
1. μέσ. προκαλύπτομαι
α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ' εὐπήνους ὑφάς», Ευρ.)
β) έχω κάτι ως προκάλυμμα (α. «πρὸ τῆς ψυχῆς τῆς αὑτῶν ὀφθαλμοὺς καὶ ὦτα καὶ ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι», Πλάτ.
β. «προυκαλύψατ' ὄμματα» — κάλυψε τους οφθαλμούς της, Ευρ.)
γ) καλύπτω, σκεπάζω και αποκρύβω τη θέα («ἥλιον δὲ νεφέλη προκαλύψασα ἠφάνισε μέχρι ἐξέλιπον οἱ ἄνθρωποι», Ξενοφ.)
δ) μτφ. χρησιμοποιώ κάτι ως πρόσχημα, προφασίζομαι
2. παθ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκαλυψάμενον — προκαλύπτω hang before aor part mid masc acc sg προκαλύπτω hang before aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύπτει — προκαλύπτω hang before pres ind mp 2nd sg προκαλύπτω hang before pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλυπτομένη — προκαλύπτω hang before pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλυπτομένους — προκαλύπτω hang before pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλυπτόμενος — προκαλύπτω hang before pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλυψαμένη — προκαλύπτω hang before aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλυψάμενοι — προκαλύπτω hang before aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλυψάμενος — προκαλύπτω hang before aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύπτειν — προκαλύπτω hang before pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαλύπτεσθαι — προκαλύπτω hang before pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”